αγιόκλημα
希臘語[編輯]
其他寫法[編輯]
- αιγόκλημα n (aigóklima)
詞源[編輯]
αγιό- (agió-, 「聖」) + κλήμα (klíma, 「藤」)
名詞[編輯]
αγιόκλημα (agióklima) n (複數 αγιοκλήματα)
變格[編輯]
αγιόκλημα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αγιόκλημα • | αγιοκλήματα • |
屬格 | αγιοκλήματος • | αγιοκλημάτων • |
賓格 | αγιόκλημα • | αγιοκλήματα • |
呼格 | αγιόκλημα • | αγιοκλήματα • |