αίνιγμα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 αἴνιγμα (aínigma)

發音[編輯]

名詞[編輯]

αίνιγμα (aínigman (複數 αινίγματα)

  1. 謎語
  2. 令人費解、難懂的事物

變格[編輯]

派生詞[編輯]

拓展閱讀[編輯]