ήλεκτρο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

繼承古希臘語 ἤλεκτρον (ḗlektron, 琥珀)

名詞[編輯]

ήλεκτρο (ílektron (複數 ήλεκτρα)

  1. 琥珀
  2. 琥珀金

變格[編輯]

近義詞[編輯]

派生詞彙[編輯]

延伸閱讀[編輯]