έθιμο
外觀
希臘語
[編輯]名詞
[編輯]έθιμο (éthimo) n (複數 έθιμα)
- 習慣,習俗,傳統
- Αν επιθυμείτε να αλλάξετε το έθιμο αυτό, μπορείτε βέβαια να το αλλάξετε, αλλά, σας παρακαλώ, μην λέτε πράγματα τα οποία είναι εντελώς λανθασμένα.
- An epithymeíte na alláxete to éthimo aftó, boreíte vévaia na to alláxete, allá, sas parakaló, min léte prágmata ta opoía eínai entelós lanthasména.
- 如果你想改掉這個習慣的話,你當然可以改掉,但是請你不要在這裡說一些完全錯誤的話。
變格
[編輯]έθιμο的變格
拓展閱讀
[編輯]- έθιμο in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.