άνυσμα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

άνυσμα (ánysman (複數 ανύσματα)

  1. (數學物理學) 向量矢量
    近義詞: (更常用) διάνυσμα (diánysma)

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

同類詞彙[編輯]

拓展閱讀[編輯]