άθυρμα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自古希臘語 ἄθυρμα (áthurma)

發音[編輯]

名詞[編輯]

άθυρμα (áthyrman (複數 αθύρματα)

  1. 玩具
  2. (比喻義) 玩物

變格[編輯]

近義詞[編輯]