跳转到内容

φορείο

维基词典,自由的多语言词典

希腊语

[编辑]

词源

[编辑]

源自古希腊语 φορεῖον (phoreîon, 轿子)

名词

[编辑]

φορείο (foreíon (复数 φορεία)

  1. 担架

变格

[编辑]