跳转到内容

τσιμινιέρα

维基词典,自由的多语言词典

希腊语

[编辑]

名词

[编辑]

τσιμινιέρα (tsiminiéraf (复数 τσιμινιέρες)

  1. 轮船火车烟囱

变格

[编辑]

参见

[编辑]

拓展阅读

[编辑]