τρίγωνο
外观
希腊语
[编辑]词源
[编辑]源自古希腊语 τρίγωνον (trígōnon, “三角形”)。
名词
[编辑]τρίγωνο (trígono) n (复数 τρίγωνα)
变格
[编辑]τρίγωνο的变格
相关词汇
[编辑]- τριγωνικός (trigonikós)
派生词
[编辑]- τριγωνομετρία (trigonometría)
- τριγωνομετρικός (trigonometrikós)
源自古希腊语 τρίγωνον (trígōnon, “三角形”)。
τρίγωνο (trígono) n (复数 τρίγωνα)