ροδόνερο

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

ρόδο (ródo, 蔷薇,玫瑰) +‎ νερό (neró, )

名词[编辑]

ροδόνερο (rodóneron (复数 ροδόνερα)

  1. 蔷薇水

变格[编辑]

近义词[编辑]

拓展阅读[编辑]