παράσιτο
外观
希腊语
[编辑]词源
[编辑]古希腊语 παράσιτος (parásitos)的名词化,通过仿译法语 parasite。
名词
[编辑]παράσιτο (parásito) n (复数 παράσιτα)
变格
[编辑]παράσιτο的变格
相关词汇
[编辑]- αντιπαρασιτικός (antiparasitikós, “抗寄生虫的”)
同类词汇
[编辑]拓展阅读
[编辑]- παράσιτο in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- παράσιτο在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el