跳转到内容

παράσιτο

维基词典,自由的多语言词典

希腊语

[编辑]

词源

[编辑]

古希腊语 παράσιτος (parásitos)的名词化,通过仿译法语 parasite

名词

[编辑]

παράσιτο (parásiton (复数 παράσιτα)

  1. (生物学) 寄生虫
  2. (比喻义) 寄生虫,食客
    近义词:κηφήνας (kifínas)

变格

[编辑]

相关词汇

[编辑]

同类词汇

[编辑]

拓展阅读

[编辑]