ηλεκτρόδιο
希腊语[编辑]
名词[编辑]
ηλεκτρόδιο (ilektródio) n (复数 ηλεκτρόδια)
变格[编辑]
ηλεκτρόδιο的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | ηλεκτρόδιο • | ηλεκτρόδια • |
属格 | ηλεκτροδίου • | ηλεκτροδίων • |
宾格 | ηλεκτρόδιο • | ηλεκτρόδια • |
呼格 | ηλεκτρόδιο • | ηλεκτρόδια • |
相关词汇[编辑]
- 参见:ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “电”)
延伸阅读[编辑]
- ηλεκτρόδιο在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el