δουλωσόμενος

维基词典,自由的多语言词典

古希腊语[编辑]

发音[编辑]

 

分词[编辑]

δουλωσόμενος (doulōsómenosm (阴性 δουλωσομένη,中性 δουλωσόμενον); 第一类/第二类

  1. δουλόω (doulóō)将来时中间态分词

变格[编辑]