αρτηρία

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

发音[编辑]

名词[编辑]

αρτηρία (artiríaf (复数 αρτηρίες)

  1. (解剖学生理学) 动脉
  2. (比喻义) 干线主干道
    H πόλη έχει τρεις βασικές οδικές αρτηρίες.
    H póli échei treis vasikés odikés artiríes.
    这座城市有三条主干道

变格[编辑]

同类词汇[编辑]

延伸阅读[编辑]