αγοράκι

维基词典,自由的多语言词典

希腊语[编辑]

词源[编辑]

αγόρι (agóri, 男孩) +‎ -άκι (-áki, 指小后缀)

名词[编辑]

αγοράκι (agorákin (复数 αγοράκια)

  1. αγόρι (agóri)指小词:小男孩
  2. (爱称) 亲爱的

变格[编辑]

相关词汇[编辑]

参见[编辑]