跳转到内容

κρατούμενος

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

名詞

[编辑]

κρατούμενος (kratoúmenosm (复数 κρατούμενοι,阴性 κρατούμενη κρατουμένη)

  1. 拘留

變格

[编辑]

相關詞彙

[编辑]