αίνιγμα
外观
參見:αἴνιγμα
希臘語
[编辑]詞源
[编辑]發音
[编辑]名詞
[编辑]αίνιγμα (aínigma) n (复数 αινίγματα)
變格
[编辑]αίνιγμα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αίνιγμα • | αινίγματα • |
屬格 | αινίγματος • | αινιγμάτων • |
賓格 | αίνιγμα • | αινίγματα • |
呼格 | αίνιγμα • | αινίγματα • |
派生詞
[编辑]- αινιγματικός (ainigmatikós, “神秘的,難以捉摸的”)
- αινιγματικότητα f (ainigmatikótita, “晦澀,費解”)