ἀγανακτησόμενος

維基詞典,自由的多語言詞典

古希臘語[编辑]

發音[编辑]

 

分詞[编辑]

ἀγᾰνακτησόμενος (aganaktēsómenosm (陰性 ἀγανακτησομένη,中性 ἀγανακτησόμενον); 第一類/第二類

  1. ἀγανακτέω (aganaktéō)將來時中間態分詞

屈折[编辑]