ψύλλος
外观
希臘語
[编辑]詞源
[编辑]名詞
[编辑]ψύλλος (psýllos) m (复数 ψύλλοι)
變格
[编辑]相關詞彙
[编辑]- για ψύλλου πήδημα (gia psýllou pídima)
- γυρεύω ψύλλους στα άχυρα (gyrévo psýllous sta áchyra)
- καλιγώνω τον ψύλλο (kaligóno ton psýllo)
- μου μπαίνουν ψύλλοι στα αφτιά (mou baínoun psýlloi sta aftiá)
- ούτε ψύλλος στον κόρφο μου (oúte psýllos ston kórfo mou)