跳转到内容

ψυχοσωματικό

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

發音

[编辑]

形容詞

[编辑]

ψυχοσωματικό (psychosomatikó)

  1. ψυχοσωματικός (psychosomatikós)賓格單數陽性形式。
  2. ψυχοσωματικός (psychosomatikós)主格賓格呼格單數中性形式。