τεχνητή

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

形容詞[编辑]

τεχνητή (technití)

  1. τεχνητός (technitós)主格單數陰性形式。
  2. τεχνητός (technitós)賓格單數陰性形式。
  3. τεχνητός (technitós)呼格單數陰性形式。