πιανίστρια

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

πιανίστρια (pianístriaf (复数 πιανίστριες,阳性 πιανίστας)

  1. 鋼琴家

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]