ξιφολόγχη

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

ξίφος (xífos, ) +‎ λόγχη (lónchi, 長矛)

名詞[编辑]

ξιφολόγχη (xifolónchif (复数 ξιφολόγχες)

  1. (軍事) 刺刀

變格[编辑]

近義詞[编辑]

相關詞彙[编辑]