νωθρότητα
外观
希臘語
[编辑]詞源
[编辑]繼承自古希臘語 νωθρότης (nōthrótēs),等價於 νωθρός (nothrós, “懶散的,懶惰的”) + -ότητα (-ótita)。
名詞
[编辑]νωθρότητα (nothrótita) f (复数 νωθρότητες)
- 懶散,懶惰
- 近義詞:απραγμοσύνη (apragmosýni)、ραθυμία (rathymía)
變格
[编辑]νωθρότητα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | νωθρότητα • | νωθρότητες • |
屬格 | νωθρότητας • | νωθροτήτων • |
賓格 | νωθρότητα • | νωθρότητες • |
呼格 | νωθρότητα • | νωθρότητες • |
參見
[编辑]- βραδύπους f (vradýpous, “樹懶”)