μπαστούνι

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自意大利語 bastone (棍子、手杖),源自拉丁語 bastum (棍子)

發音[编辑]

名詞[编辑]

μπαστούνι (bastoúnin (复数 μπαστούνια)

  1. 手杖拐杖
  2. (紙牌遊戲) 黑桃
  3. (俗語) 麻煩
    τα βρήκα μπαστούνιαta vríka bastoúnia我遇上麻煩

變格[编辑]

派生詞彙[编辑]

派生語彙[编辑]

  • 保加利亞語: бастун (bastun)