跳转到内容

λουκέτο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

借自意大利語 lucchetto

名詞

[编辑]

λουκέτο (loukéton (复数 λουκέτα)

  1. 掛鎖

變格

[编辑]
λουκέτο 的變格
單數 複數
主格 λουκέτο (loukéto) λουκέτα (loukéta)
屬格 λουκέτου (loukétou) λουκέτων (loukéton)
賓格 λουκέτο (loukéto) λουκέτα (loukéta)
呼格 λουκέτο (loukéto) λουκέτα (loukéta)

參見

[编辑]