κουνουπιέρα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

κουνουπιέρα (kounoupiéraf (复数 κουνουπιέρες)

  1. 蚊帳

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]