κεφαλαιοκρατία
希臘語[编辑]
詞源[编辑]
源自κεφάλαιο (kefálaio, “資本,金錢”) + -κρατία (-kratía)。仿譯自法語 capitalisme。最早見於1887年。
名詞[编辑]
κεφαλαιοκρατία (kefalaiokratía) f (不可数)
變格[编辑]
κεφαλαιοκρατία (kefalaiokratía)的變格
單數 | |
---|---|
主格 | κεφαλαιοκρατία • |
屬格 | κεφαλαιοκρατίας • |
賓格 | κεφαλαιοκρατία • |
呼格 | κεφαλαιοκρατία • |
近義詞[编辑]
- καπιταλισμός m (kapitalismós)
相關詞彙[编辑]
- κεφαλαιοκράτης m (kefalaiokrátis, “資本家”)
- κεφαλαιοκράτισσα f (kefalaiokrátissa, “資本家”)
- κεφαλαιοκρατικός (kefalaiokratikós, “資本主義的”)
拓展閱讀[编辑]
- κεφαλαιοκρατία in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- Καπιταλισμός在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el