跳转到内容

καρβονικό οξύ

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

名詞

[编辑]

καρβονικός οξύ (karvonikós oxýn (复数 καρβονικά οξέα)

  1. (有機化學) 羧酸
    Το αιθανικό οξύ είναι ένα καρβονικό οξύ.
    To aithanikó oxý eínai éna karvonikó oxý.
    乙酸屬於一種羧酸

近義詞

[编辑]

相關詞彙

[编辑]

拓展閱讀

[编辑]