εταιρεία

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

源自古希臘語 ἑταιρεία (hetaireía, 協會;兄弟會)

其他寫法[编辑]

名詞[编辑]

εταιρεία (etaireíaf (复数 εταιρείες)

  1. 協會學會
  2. (金融) 公司
    Η αξιολόγηση διεξήχθη από την Επιτροπή υποβοηθούµενη από εξωτερική εταιρεία συµβούλων.
    I axiológisi diexíchthi apó tin Epitropí ypovoïthoúµeni apó exoterikí etaireía syµvoúlon.
    委員會在一家外部咨詢公司的幫助下作了評估。

變格[编辑]

派生詞[编辑]