εργαλείο
外观
希臘語
[编辑]詞源
[编辑]名詞
[编辑]εργαλείο (ergaleío) n (复数 εργαλεία)
- (也作比喻義) 工具
- ξυλουργικό εργαλείο ― xylourgikó ergaleío ― 木工工具
- μεταλλικό εργαλείο ― metallikó ergaleío ― 金屬工具
- Το λεξικό αυτό είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τις σχολικές εργασίες.
- To lexikó aftó eínai éna polýtimo ergaleío gia tis scholikés ergasíes.
- 詞典是學習上的寶貴工具。
變格
[编辑]εργαλείο的變格
相關詞彙
[编辑]- εργαλειάκι n (ergaleiáki)
- εργαλειοθήκη f (ergaleiothíki, “工具箱”)
- εργαλειομηχανή f (ergaleiomichaní, “機床”)
- 參見:έργο n (érgo, “工作”)