επιπεφυκίτιδα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

επιπεφυκώς (epipefykós) +‎ -ίτιδα (-ítida)

名詞[编辑]

επιπεφυκίτιδα (epipefykítidaf (复数 επιπεφυκίτιδες)

  1. (醫學) 結膜炎

變格[编辑]