ελαφάκι

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

ελάφι (eláfi) +‎ -άκι (-áki)

名詞[编辑]

ελαφάκι (elafákin (复数 ελαφάκια)

  1. 鹿,幼鹿

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]

派生語彙[编辑]

  • 意大利語: Alafaci

拓展閱讀[编辑]