δηλητήριο
希臘語[编辑]
詞源[编辑]
源自古希臘語 δηλητήρῐον (dēlētḗrion),δηλητήριος (dēlētḗrios)的中性名詞。
名詞[编辑]
δηλητήριο (dilitírio) n (复数 δηλητήρια)
變格[编辑]
δηλητήριο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | δηλητήριο • | δηλητήρια • |
屬格 | δηλητηρίου • | δηλητηρίων • |
賓格 | δηλητήριο • | δηλητήρια • |
呼格 | δηλητήριο • | δηλητήρια • |