βλήμα

維基詞典,自由的多語言詞典
參見:βλῆμα

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

βλήμα (vlíman (复数 βλήματα)

  1. 炮彈導彈
    διηπειρωτικό βλήμαdiipeirotikó vlíma洲際導彈
  2. () 傻子蠢貨

變格[编辑]

拓展閱讀[编辑]