跳转到内容

αναβολέας

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

源自古希臘語 ἀναβολεύς (anaboleús)

名詞

[编辑]

αναβολέας (anavoléasm (复数 αναβολείς)

  1. 馬鐙
  2. 鐙骨

變格

[编辑]