αλατιέρα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

詞源[编辑]

αλάτι (aláti, 食鹽) +‎ -ιέρα (-iéra, 容器)

名詞[编辑]

αλατιέρα (alatiéraf (复数 αλατιέρες)

  1. 鹽瓶

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]