跳转到内容

αιτιατική

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

源自古希臘語 αἰτιᾱτική (aitiātikḗ),源自αἰτιᾱτός (aitiātós, 效果)

名詞

[编辑]

αιτιατική (aitiatikíf (复数 αιτιατικές)

  1. (語法) 賓格
    αιτιατική πτώσηaitiatikí ptósi

變格

[编辑]

近義詞

[编辑]

相關詞彙

[编辑]

參見

[编辑]