Ουγγαρέζα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

Ουγγαρέζα (Oungarézaf (复数 Ουγγαρέζες,阳性 Ουγγαρέζος)

  1. 匈牙利人(女性)

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]