- Αγγλίδα f (Anglída, “英國人(女性)”)
- αγγλική f (anglikí, “英語”)
- Άγγλος m (Ánglos, “英國人(男性)”)
- Άγγλοι f 複 (Ángloi, “the English”)
- αγγλισμός m (anglismós, “anglicism”)
- αγγλικός (anglikós, “英格蘭的”, 形容詞)
- αγγλικά n 複 (angliká, “英語”)
- αγγλιστί (anglistí, “用英語”)
- αγγλομαθής (anglomathís, “說英語的”)
- αγγλομανής (anglomanís, “English-mad, Anglomaniac”, 形容詞)
- αγγλομανία f (anglomanía, “Anglomania”)
- αγγλόφωνος (anglófonos, “說英語的”)
- αγγλόφιλος (anglófilos, “Anglophile”)
- αγγλοφοβία f (anglofovía, “Anglophobia”)
- αγγλοτραφής (anglotrafís, “English educated, anglicised”)
- αγγλοφέρνω (angloférno, “to sound English, to be anglicised, to behave in the English manner”)
- αγγλοποιώ (anglopoió, “to anglicise”)
- αγγλίζω (anglízo, “to behave in the English manner, to be anglicised”)
- αγγλικανός m (anglikanós, “Anglican”)
- αγγλικανή f (anglikaní, “Anglican”)
- αγγλικανισμός m (anglikanismós, “Anglicanism”)
- αγγλικανικός (anglikanikós, “Anglican”)
- Αγγλοσάξονας m 或 f (Anglosáxonas, “盎格魯-撒克遜”)
- αγγλοσαξονικός (anglosaxonikós, “盎格魯-撒克遜”)
- Νέα Αγγλία f (Néa Anglía, “新英格蘭”)
- Νέα Αγγλίδα f (Néa Anglída, “新英格蘭人(女性)”)
- Νέος Άγγλος m (Néos Ánglos, “新英格蘭人(男性)”)
|