Αλγερία
希臘語[編輯]
詞源[編輯]
借自法語 Algérie,源自阿拉伯語 اَلْجَزَائِر (al-jazāʔir, 「島」, 複數帶定冠詞)。
發音[編輯]
專有名詞[編輯]
Αλγερία (Algería) f
變格[編輯]
Αλγερία (Algería)的變格
單數 | |
---|---|
主格 | Αλγερία • |
屬格 | Αλγερίας • |
賓格 | Αλγερία • |
呼格 | Αλγερία • |
相關詞彙[編輯]
- Αλγερινή f (Algeriní, 「女性阿爾及利亞人」)
- Αλγερινός m (Algerinós, 「男性阿爾及利亞人」)
- αλγερινός (algerinós, 「阿爾及利亞的」)
拓展閱讀[編輯]
- H Λαϊκή Δημοκρατία της Αλγερίας在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el