Αλγερινή

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[编辑]

名詞[编辑]

Αλγερινή (Algeriníf (复数 Αλγερινές,阳性 Αλγερινός)

  1. 阿爾及利亞人(女性)

變格[编辑]

相關詞彙[编辑]