φαρμακευτική
外观
希臘語
[编辑]名詞
[编辑]φαρμακευτική (farmakeftikí) f
變格
[编辑]φαρμακευτική的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | φαρμακευτική • | φαρμακευτικές • |
屬格 | φαρμακευτικής • | φαρμακευτικών • |
賓格 | φαρμακευτική • | φαρμακευτικές • |
呼格 | φαρμακευτική • | φαρμακευτικές • |
相關詞彙
[编辑]- 參見:φάρμακο n (fármako, “藥物”)