θειάφι
外观
希腊语
[编辑]名词
[编辑]θειάφι (theiáfi) n (不可数)
变格
[编辑]θειάφι的變格
衍生词汇
[编辑]- θειαφίζω (theiafízo, “用硫磺喷洒、熏蒸”, 動詞)
- θειάφισμα n (theiáfisma, “用硫磺喷洒、熏蒸”)
- θειαφιστήρι n (theiafistíri, “硫化剂”)
- θειαφοκέρι n (theiafokéri, “硫磺蜡烛”)
θειάφι (theiáfi) n (不可数)