γροιλανδικά
外观
希臘語
[编辑]名詞
[编辑]γροιλανδικά (groilandiká) n 複
變格
[编辑] γροιλανδικά
格 \ 數 | 複數 |
---|---|
主格 | γροιλανδικά • |
屬格 | γροιλανδικών • |
賓格 | γροιλανδικά • |
呼格 | γροιλανδικά • |
相關詞彙
[编辑]- 參見:Γροιλανδία f (Groilandía, “格陵蘭”)
形容詞
[编辑]γροιλανδικά (groilandiká)