跳转到内容

αργό πετρέλαιο

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

詞源

[编辑]

αργός (argós, 粘稠的) + πετρέλαιο (petrélaio, 石油)

名詞

[编辑]

αργό πετρέλαιο (argó petrélaion

  1. 原油

變格

[编辑]

參見αργός (argós)πετρέλαιο (petrélaio)