跳至內容

πιστολάκι

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

πιστολ- (pistol-, ) +‎ -άκι (-áki, 指小後綴)

名詞[編輯]

πιστολάκι (pistolákin

  1. πιστόλι (pistóli, )指小詞
  2. 小支的玩具槍
  3. 吹風機

變格[編輯]

近義詞[編輯]