λίμνη

維基詞典,自由的多語言詞典

古希臘語[編輯]

詞源[編輯]

源自或與λιμήν (limḗn, 港口)λειμών (leimṓn, 濕地,草地)有緊密聯繫。

發音[編輯]

名詞[編輯]

λῐ́μνη (límnēf (屬格 λῐ́μνης); 一類變格

  1. 沼澤窪地

變格[編輯]

派生詞[編輯]

派生語彙[編輯]

  • 英語: limno-
  • 希臘語: λίμνη (límni)

拓展閱讀[編輯]

異序詞[編輯]

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

繼承自古希臘語 λίμνη (límnē)

名詞[編輯]

λίμνη (límnif (複數 λίμνες)

變格[編輯]