καραμέλα

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

詞源[編輯]

借自意大利語 caramella

名詞[編輯]

καραμέλα (karamélaf (複數 καραμέλες)

  1. 糖果
  2. 焦糖

變格[編輯]

參見[編輯]

拓展閱讀[編輯]