εκτυπωτής

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語[編輯]

名詞[編輯]

εκτυπωτής (ektypotísm (複數 εκτυπωτές)

  1. (計算機) 打印機

變格[編輯]

相關詞彙[編輯]

參見[編輯]